Δίκαια

Δίκαια
I
Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων.
1. Αρχαία πόλη στα παράλια της Θράκης, που ονομαζόταν και Δικαιόπολις. Βρισκόταν κοντά στα Άβδηρα και αποτελούσε ιωνική αποικία που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ο γιος του Ποσειδώνα, Δίκαιος. Από την πόλη αυτή πέρασε o Ξέρξης στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Μετά την απόκρουση των Περσών, η πόλη έγινε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας με την ονομασία Δίκαια παρ’ Άβδηρα.
2. Αποικία των Ερετριέων στον Θερμαϊκό κόλπο.
3. Πόλη της τυρρηνικής παραλίας στην Κάτω Ιταλία. Ονομαζόταν και Δικαιάρχεια. Ιδρύθηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. από Σάμιους ή Κυμαίους. Οι Ρωμαίοι τη μετονόμασαν σε Ποτίολον.
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 797 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δικαία — δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίᾳ — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαία — Δικαίᾱ , Δικαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίᾳ — Δικαίᾱͅ , Δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαια — Δικαία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαία — (dicaea). Γένος πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών, ιθαγενών της Αυστραλίας, της Ιάβας, της Νέας Γουινέας και των νησιών της Σούνδης. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 50 είδη, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η δ. η φλογώδης, που ζει στην Ιάβα …   Dictionary of Greek

  • δίκαια — δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίας — Δικαίᾱς , Δικαία fem acc pl Δικαίᾱς , Δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”